- ξυσμάτιον
- ξυσμάτιονstripneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό … Dictionary of Greek
ξυσματίου — ξυσμάτιον strip neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυσμάτια — ξυσμάτιον strip neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)